- βουτυρένιος, -ια, -ιο
- ο βουτυράτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουτυρένιος — α, ο παρασκευασμένος με βούτυρο … Dictionary of Greek
βουτύρινος — βουτύρινος, η, ον (Α) ο βουτυρένιος … Dictionary of Greek